- μουλιάζω
- μούλιασα, μουλιασμένος, μουσκεύω: Μούλιασα τα φασόλια πριν τα βράσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουλιάζω — μουλιάζω, μούλιασα, μουλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουλιάζω — 1. αφήνω κάτι στο νερό πολλή ώρα για να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω 2. διαποτίζομαι με νερό και μαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ammollare «μουσκεύω, μαλακώνω», ενώ κατ άλλους, από αμάρτυρο ιταλ. *molliare. Ο τ. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
μούλιασμα — το [μουλιάζω] το αποτέλεσμα τού μουλιάζω, το μούσκεμα, η διαπότιση με νερό … Dictionary of Greek
ευδίετος — εὐδίετος, ον (Α) αυτός που λειώνει εύκολα, ο εύτηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διετος (< δίιημι «αφήνω να περάσει, μουλιάζω»)] … Dictionary of Greek
μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… … Dictionary of Greek
προαποβρέχω — ΜΑ μαλακώνω κάτι προηγουμένως με ύγρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποβρέχω «μουσκεύω, μουλιάζω»] … Dictionary of Greek